- νάρδος
- Πολυετές φυτό της οικογένειας των Αγρωστιδών ή Γραμινιδών (μονοκοτυλήδονα), αυτοφυές στην Ελλάδα, σε ορεινές και αλπικές βοσκές. Η επιστημονική ονομασία του είναι νάρδος ο σφικτός. Αποκτά τη μορφή πυκνής χαμηλής πρασινόγκριζας τούφας, από την οποία εκφύονται πολυάριθμα λεπτά στελέχη (κάλαμος) κατά ομάδες από 5 έως 10. Οι στάχεις είναι όρθιοι, ευθείς, με τα άνθη διατεταγμένα μόνο από τη μια πλευρά· τα φύλλα έχουν έλασμα συνεστραμμένο, τραχύ, πολύ σκληρό για να φαγωθεί από τα ζώα. Γι’ αυτό ο ν. θεωρείται ζιζάνιο, που εύκολα κυριαρχεί πάνω στα άλλα ποώδη είδη.
* * *η (Α νάρδος)βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια αγρωστώδη τής τάξης ποώδηαρχ.1. το αιθέριο έλαιο τού φυτού ναρδόσταχυς ο μεγανθής2. φρ. α) «νάρδος κελτική» — το αρωματικό και φαρμακευτικό φυτό βαλεριανή η κελτικήβ) «νάρδος ὀρεινή» ή «νάρδος ὀρεία» — το φυτό βαλεριανή η φαρμακευτική ή βαλεριανή τού Διοσκορίδηγ) «νάρδος συριακή» — το φυτό κυμβοπώγων ο νάρδοςδ) «νάρδου ῥίζα» — το φυτό κυμβοπώγων ο σχοινανθήςε) «νάρδος ἡ ἀγρία»i) το πολυετές φυτό άσαρονii) το φυτό φου.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. nerdә, αραμ. nirda). Ενδεχομένως και οι σημιτικές λ. να είναι, με τη σειρά τους, δάνεια ινδικής προελεύσεως (πρβλ. αρχ. ινδ. nalada «νάρδος»), από όπου κατάγεται το φυτό. Η Λατινική δανείστηκε τη λ. από την Ελληνική (πρβλ. λατ. nardus, nardum). Αβέβαιη η συγγένεια με το νάρτη, που είναι κι αυτό όνομα αρωματικού φυτού].————————ο (Μ νάρδος)η νάρδος και το αιθέριο έλαιο που παράγεται από αυτήν.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ουσ. νάρδος (η) με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.